Παρατηρούσα τα τεράστια χέρια του. Κινούνταν τόσο απαλά, τόσο ήρεμα, τόσο σίγουρα και μεθοδικά. Μπορεί να άγγιζε ένα μικροσκοπικό γραναζάκι ή ένα πελώριο κομμάτι ξύλο αλλά όλα ήταν ίδια γι’ αυτόν, ισάξια. Τα δούλευε, τα χάιδευε, τους μιλούσε μέχρι να γίνουν κάτι, μέχρι να πάρουν μορφή και να αποκτήσουν όνομα αλλά και παραλήπτη. Τον έβλεπα από το πλάι αλλά καταλάβαινα ότι χαμογελούσε αδιάκοπα. Το φως της σόμπας έκανε την ροδαλή μύτη του να φαίνεται ακόμα πιο ροζουλιά και τα μάγουλά του φούσκωναν πάνω από την λευκή, πλούσια γενειάδα του. Δεν με είχε πάρει χαμπάρι ότι είχα τρυπώσει μέσα στο εργαστήρι του κι έκανα ησυχία απόλυτη μη τυχόν και με πάρει μυρωδιά. Ήμουν εκεί κι όμως ακόμα δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι ήταν αλήθεια. Μέχρι που το είδα! Είδα το όνομά μου γραμμένο σε χρυσό χαρτί και τη διεύθυνση μου και όλα! Τα κόλλησε με προσοχή πάνω στο δέμα και το έβαλε μέσα στο κόκκινο σακούλι. Τι να διάλεξε για μένα; Θέλω να δω! Θέλω να σκίσω το χαρτί! Ω! πόση αγωνία έχω! Η καρδιά μου αρχίζει να χτυπά τόσο δυνατά που νομίζω πως θα γυρίσει να κοιτάξει από που έρχεται ο χτύπος. Τα χέρια μου τρέμουν από τη χαρά και τη συγκίνηση! Τα δικά του όμως, σταθερά, πράα, σφίγγουν το σακούλι και το δένουν με σχοινί. Λυγίζει ελαφρά τα πόδια του, πιάνει αποφασιστικά το σάκο και τον φορτώνεται. Για μια στιγμή πίστεψα ότι ήξερε ότι ήμουν εκεί και μου χαμογέλασε πονηρά, γλυκά. Το στήθος μου κόντευε να σπάσει! Γύρισε την πλάτη του, περπάτησε προς την πόρτα, στάθηκε στον καθρέφτη πλάι της, φόρεσε το ζεστό του σκούφο κι έφυγε ήσυχα. Δεν πρόλαβα να βεβαιωθώ ότι έκλεισε η πόρτα πίσω του και το είδα από το παράθυρο να σκίζει φωτεινό τον σκοτεινό, χειμωνιάτικο ουρανό. Με τους ταράνδους του, τις καμπανούλες του, τον ίδιο οδηγό και το φορτίο πίσω του! Πως να πιστέψω ότι δεν είναι όνειρο;;; Μένω μαγνητισμένη στην εικόνα ώσπου το έλκηθρο χάνεται και πια βλέπω στο τζάμι την αντανάκλαση μου. Πόσο αναψοκοκκινισμένη δείχνω! Τα μάτια μου λάμπουν! Τρέχω στα βήματά του, πάω στην πόρτα, κοντοστέκομαι στον καθρέφτη αλλά με βλέπω μικρή, με κοτσιδάκια, ροδαλά μάγουλα, ντροπαλό βλέμμα. Φοράω λουστρίνια και ζεστό μάλλινο φόρεμα. Τι περίεργος καθρέφτης… Ανοίγω την πόρτα να τον προφτάσω κι αισθάνομαι τον παγωμένο αέρα στο πρόσωπό μου. Κάνω ένα βήμα όμως αμέσως παραπατάω. Όχι, δεν παραπατάω. Πέφτω! Πέφτω στο κενό! Πέφτω αλλά πέφτω απαλά… Σα να είμαι αέρινη, σα να είμαι πουπουλένια… Και πέφτω και πέφτω και πέφτω αργά και όμορφα και ούτε που καταλαβαίνω πως και πότε προσγειώνομαι. Μόνο κάποια στιγμή μισο-ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω πως δεν κοιμάμαι μόνη μου. Και βλέπω τα φωτάκια από το δέντρο και βλέπω και το χρυσό χαρτί με το όνομά μου και “Αχ!” σκέφτομαι, “τι καλά που υπάρχεις!”